- φιλογραμματία
- ἡ, Α [φιλογράμματος]η αγάπη για τα γράμματα, για τη μελέτη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλογραμματίαν — φιλογραμματίᾱν , φιλογραμματία love of books fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)